- προσκλινής
- προσκλινήςslopingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός … Dictionary of Greek
προσκλινῆ — προσκλινής sloping neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσκλινής sloping masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσκλινής sloping masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλινές — προσκλινής sloping masc/fem voc sg προσκλινής sloping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλινέστερος — προσκλινής sloping masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλινῶς — προσκλινής sloping adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλινεῖ — προσκλῐνεῖ , προσκλίνω cause to lean against aor subj pass 3rd sg (epic) προσκλῐνεῖ , προσκλίνω cause to lean against fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προσκλῐνεῖ , προσκλίνω cause to lean against fut ind act 3rd sg (attic epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek